κάλπη

κάλπη
κάλπη
Grammatical information: f.
Meaning: `trot' (Paus., Plu., Hippiatr.).
Derivatives: καλπάζω `trot' (A. Fr. 145A, Aq., Suid.) with καλπασμός (Philum. ap. Orib.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Techn. term of driving without etymology, perh. on origin onomatop. ("clapper"). Brugmann (e. g. Grundr.2 1, 260, 572) with Zupitza (Die germ. Gutturale 118) connected OPr. po-quelbton `kneeling', Lith. klùpti `kneel, stumble', Germ., e. g. Goth. hlaupan `laufen'. See also Bq and W.-Hofmann s. callis); s. Fraenkel Lit. et. Wb. s. klùpti. These forms cannot explain the -α-. Wrong also Persson Beitr. 1, 179 (to κέλης, κολυφρόν ἐλαφρόν H.). Fur. 379 compares σκαλπάζειν ῥεμβωδῶς βαδίζειν H., σκαλαπάζει ῥέμβεται H. with prothetic σ-, which makes the word Pre-Greek.
Page in Frisk: 1,767

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κάλπη — trot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπῃ — κάλπη trot fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… …   Dictionary of Greek

  • κάλπη — η δοχείο μέσα στο οποίο οι ψηφοφόροι ρίχνουν τα ψηφοδέλτιά τους: Σε μερικούς μήνες θα στηθούν οι κάλπες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάλπηι — κάλπῃ , κάλπη trot fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπην — κάλπη trot fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπης — κάλπη trot fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπις — κάλπις, ιδος, ἡ (Α) 1. δοχείο για την εναπόθεση νερού ή άλλου υγρού, υδρία, σταμνί 2. δοχείο από το οποίο τραβούσαν τους λαχνούς ή στο οποίο συνέλεγαν τις ψήφους 3. κάλπη* 4. είδος ποτηριού 5. μυροδόχο αγγείο 6. Παναθηναϊκό αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • BASTITANI — Hispaniae populi prope Turdulos, qui et Bastuli. Strabo l. 3. Ε᾿νταῦθα δὲ ὄρος ἐςτὶ τῶ Ι᾿βήρων τῶ καλουμεν´ων Βαςτητανᾶν, οὕς καὶ Βαςτοῦλους καλοῦσιν, καὶ Κάλπη. Ptolemaeus, βαςτουλῶν, τῶ καλουμεν´ων Ποινῶν, Μενραλία, Τρανσδούκτα, Βαρβήσυλα,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CALPARE vel CALUPARE — CALPARE, vel CALUPARE unde Gallorum galopare, Latini dixêre de equis, a καλπάζειν vel καλπᾷν, quod currere significat; de tripedantibus equis inprimis, qui altius pedes tollendo et volubiliter glomerando grestus, quodammodo saltare et subsultim… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”